εξωτερικός

希腊语

编辑

形容词

编辑

εξωτερικός (exoterikósm (阴性 εξωτερική,中性 εξωτερικό)

  1. 外部
  2. 国外
  3. (医学) 门诊

变格

编辑

反义词

编辑

相关词汇

编辑