希臘語

编辑

名詞

编辑

εξωτερικό (exoterikón (复数 εξωτερικά)

  1. (唯單) 海外國外
  2. 外部
  3. (電視) 外景

變格

编辑

形容詞

编辑

εξωτερικό (exoterikó)

  1. εξωτερικός (exoterikós)賓格單數陽性形式。
  2. εξωτερικός (exoterikós)主格賓格呼格單數中性形式。

參見

编辑