希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 ἐσωτερικός (esōterikós),源自ἐσώτερος (esṓteros) + -ικός (-ikós)

形容詞

编辑

εσωτερικός (esoterikósm (陰性 εσωτερική,中性 εσωτερικό)

  1. 內部
  2. 內陸
  3. 國內

變格

编辑

反義詞

编辑

派生詞

编辑