διοικητικός

希臘語

編輯

形容詞

編輯

διοικητικός (dioikitikósm (陰性 διοικητική,中性 διοικητικό)

  1. 行政的,管理

變格

編輯

名詞

編輯

διοικητικός (dioikitikósm f (複數 διοικητικοί,陰性 διοικητική)

  1. 行政人員

變格

編輯

相關詞彙

編輯