αποστακτήρας

希腊语

编辑

名词

编辑

αποστακτήρας (apostaktírasm (复数 αποστακτήρες)

  1. 蒸馏器

变格

编辑

同类词汇

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑