συστρατιώτης

希臘語

編輯

詞源

編輯

συ- (συν-) (sy- (syn-), 一同) +‎ στρατιώτης (stratiótis, 士兵)

名詞

編輯

συστρατιώτης (systratiótism (複數 συστρατιώτες)

  1. 戰友同志

變格

編輯