ξεβράκωτος

希臘語

編輯

詞源

編輯

ξε- (xe-, ) +‎ βρακί (vrakí, 內褲),帶形容詞後綴。

發音

編輯

形容詞

編輯

ξεβράκωτος (xevrákotosm (陰性 ξεβράκωτη,中性 ξεβράκωτο)

  1. (字面義) 沒穿內褲
    Τι θέαμα ήταν κι αυτό, όταν εμφανίστηκε μπροστά μας ξεβράκωτος!
    Ti théama ítan ki aftó, ótan emfanístike brostá mas xevrákotos!
    光著身子出現在我們面前,那是怎樣的景象啊!
  2. (比喻義) 衣不蔽體的;一貧如洗
    Τι πας και παντρεύεσαι αυτόν τον ξεβράκωτο;
    Ti pas kai pantrévesai aftón ton xevrákoto?
    你嫁給那個窮光蛋是為了什麼?
  3. (比喻義貶義幽默古舊指女性) 出不起嫁妝
    Πήγε και παντρεύτηκε μια ξεβράκωτη.
    Píge kai pantréftike mia xevrákoti.
    他去娶了那個出不起嫁妝的女人。
  4. (比喻義貶義幽默一般指女性) 衣著暴露
    Βγαίνεις το σαββατοκύριακο και βλέπεις παντού ένα σωρό ξεβράκωτες στις παραλίες.
    Vgaíneis to savvatokýriako kai vlépeis pantoú éna soró xevrákotes stis paralíes.
    週末你出去走一圈,就會看到海灘上有一大群穿得很少的女人。

變格

編輯

近義詞

編輯

反義詞

編輯

派生詞彙

編輯