μαρξιστής

希臘語

編輯

名詞

編輯

μαρξιστής (marxistísm (複數 μαρξιστές,陰性 μαρξίστρια)

  1. (哲學政治經濟學) 馬克思主義者

變格

編輯

相關詞彙

編輯

延伸閱讀

編輯