εμποροϋπάλληλος

希臘語

編輯

詞源

編輯

源自εμπόριο (empório) +‎ υπάλληλος (ypállilos)

名詞

編輯

εμποροϋπάλληλος (emporoÿpállilosm f (複數 εμποροϋπάλληλοι)

  1. 店員售貨員

變格

編輯

相關詞彙

編輯