διανοούμενος

古希臘語

編輯

發音

編輯
 

分詞

編輯

δῐᾰνοούμενος (dianooúmenosm (陰性 δῐᾰνοουμένη,中性 δῐᾰνοούμενον); 第一類/第二類

  1. διανοέομαι (dianoéomai)現在時中間態分詞

變格

編輯