βουτυρόγαλα

希臘語

編輯

詞源

編輯

βούτυρο (voútyro, 黃油) +‎ γάλα (gála, 奶,乳)

名詞

編輯

βουτυρόγαλα (voutyrógalan (不可數)

  1. 酪乳酪漿

變格

編輯