希臘語

編輯

發音

編輯

名詞

編輯

αρτηρία (artiríaf (複數 αρτηρίες)

  1. (解剖學生理學) 動脈
  2. (比喻義) 幹線主幹道
    H πόλη έχει τρεις βασικές οδικές αρτηρίες.
    H póli échei treis vasikés odikés artiríes.
    這座城市有三條主幹道

變格

編輯

同類詞彙

編輯

延伸閱讀

編輯