ανεμοδείκτης

希臘語

編輯

其他寫法

編輯

名詞

編輯

ανεμοδείκτης (anemodeíktism (複數 ανεμοδείκτες)

  1. (氣象學) 風向標
    近義詞: ανεμοδούρα (anemodoúra)ανεμούριο (anemoúrio)
  2. (航空) 風向袋
  3. (比喻義) 反覆無常的人

變格

編輯

相關詞彙

編輯