參見:ἀμνός

希臘語

編輯

詞源

編輯

源自古希臘語 ἀμνός (amnós)

名詞

編輯

αμνός (amnósm (複數 αμνοί)

  1. (正式)綿羊羊羔
    ο αμνός του Θεούo amnós tou Theoú上帝的羔羊

變格

編輯

近義詞

編輯

同類詞彙

編輯