ἀγγειλάμενον

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

ἀγγειλάμενον (angeilámenon)

  1. ᾰ̓γγειλᾰ́μενος (angeilámenos)主格/宾格/呼格中性单数