希腊语

编辑

词源

编辑

源自鄂图曼土耳其语 طوپ (top, 球,炮弹)

发音

编辑

名词

编辑

τόπι (tópin (复数 τόπια)

  1. 游戏用
    Αν έρθει ξανά αυτό το τόπι στην αυλή μου, θα το σκάσω!
    An érthei xaná aftó to tópi stin avlí mou, tha to skáso!
    如果那个再进到我院里来,我就弄爆它!
  2. Κατέβασε ένα σωρό τόπια.
    Katévase éna soró tópia.
    他拿下来一批布。
  3. (口语过时) 炮弹
    1. (口语过时引申) 大炮
      • Βάλτε φωτιά στα τόπια, στα τόπια,
        κάψτε τα Γιάννενα.
        Válte fotiá sta tópia, sta tópia,
        kápste ta Giánnena.
        点燃大炮,点燃大炮
        火烧雅尼那
        【选自民歌Βασιλική Προστάζει (Vasilikí Prostázei, 瓦西利基骑士团)

变格

编辑

派生词

编辑

近义词

编辑