σιμπόργκιο

希腊语

编辑
化学元素
Sg
前:ντούμπνιο (doúmpnio) (Db)
后:μπόριο (bório) (Bh)

名词

编辑

σιμπόργκιο (simpórgkion (不可数)

  1. (化学) 𬭳

变格

编辑

同类词汇

编辑

延伸阅读

编辑