σαχλαμάρα

希腊语

编辑

词源

编辑

σαχλός (sachlós, 愚蠢的,乏味的) +‎ -μάρα (-mára)

发音

编辑

名词

编辑

σαχλαμάρα (sachlamáraf (复数 σαχλαμάρες)

  1. 蠢话
    Σταματά να λες σαχλαμάρες και μιλά σοβαρά!
    Stamatá na les sachlamáres kai milá sovará!
    废话少说,该认真说话了!
  2. 愚蠢行为
    Πως να μάθω στο παιδί μου να μην κάνει σαχλαμάρες όλη μέρα;
    Pos na mátho sto paidí mou na min kánei sachlamáres óli méra?
    怎样才能教会孩子,别整天做蠢事呢?

变格

编辑

近义词

编辑

派生词汇

编辑