πρασινωπός

希腊语

编辑

词源

编辑

πράσινος (prásinos, 绿色的) +‎ -ωπός (-opós)

形容词

编辑

πρασινωπός (prasinopósm (阴性 πρασινωπός,中性 πρασινωπός)

  1. 绿色的,带绿色的

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑