παιχνιδάκι

希腊语

编辑

名词

编辑

παιχνιδάκι (paichnidákin (复数 παιχνιδάκια)

  1. παιχνίδι (paichnídi)指小词
  2. (比喻义) 轻而易举的事情

变格

编辑