希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 νιφάς (niphás)

名词

编辑

νιφάδα (nifádaf (复数 νιφάδες)

  1. 雪花
  2. 薄片
    νιφάδες καλαμποκιούnifádes kalampokioú玉米片

变格

编辑

近义词

编辑

参见

编辑

拓展阅读

编辑