μουστάρδα

希腊语

编辑

词源

编辑

源自意大利语 mostarda

发音

编辑

名词

编辑

μουστάρδα (moustárdaf (复数 μουστάρδες)

  1. 芥末

变格

编辑

同类词汇

编辑
  • σινάπι n (sinápi, 芥菜类蔬菜,芥菜籽,芥末)