希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 μάλαγμα (málagma),源自古希腊语 μάλαγμα (málagma),源自μαλάσσω (malássō, 安抚,抚摸)αμάλγαμα (amálgama)同源对似词

发音

编辑

名词

编辑

μάλαμα (málaman (复数 μαλάματα)

  1. (口语) 黄金,用黄金制作的物品
  2. (比喻义) 具有良好品质的人或事物
    καρδιά μάλαμαkardiá málama金子般善良的心

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑