希腊语

编辑

词源

编辑

κότα (kóta) +‎ -ούλα (-oúla)

发音

编辑

名词

编辑

κοτούλα (kotoúlaf (复数 κοτούλες)

  1. κότα (kóta, 母鸡)指小词

变格

编辑

近义词

编辑

反义词

编辑