希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 κατάληξις (katálēxis)

名词

编辑

κατάληξη (katálixif (复数 καταλήξεις)

  1. 结束末尾
  2. 结果
  3. (语法) 词尾

变格

编辑

相关词汇

编辑