希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 καράβιον (karábion),源自κάραβος (kárabos, 一种小船;一种甲虫;一种鳌虾)

发音

编辑

名词

编辑

καράβι (karávin (复数 καράβια)

变格

编辑

参见

编辑
  • 参见:πλοίο n (ploío, 轮船,大船)