διαιτώμενος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

δῐαιτώμενος (diaitṓmenosm (阴性 δῐαιτωμένη,中性 δῐαιτώμενον); 第一类/第二类

  1. διαιτάω (diaitáō)现在时中动态分词

变格

编辑