αστυνόμος

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 ἀστύνομος (astúnomos),源自ἄστυ (ástu, 城市) + νόμος (nómos, 法律)

发音

编辑

名词

编辑

αστυνόμος (astynómosm f (复数 αστυνόμοι)

  1. 警司警长
    Ο αστυνόμος συλλαμβάνει τον εγκληματία.
    O astynómos syllamvánei ton egklimatía.
    警长逮捕犯人。

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑