ανοιγμένος

希腊语

编辑

词源

编辑

ανοίγω (anoígo, 打开) 的完成被动分词

分词

编辑

ανοιγμένος (anoigménosm (阴性 ανοιγμένη,中性 ανοιγμένο)

  1. 打开

变格

编辑

相关词汇

编辑