αναθεματίζω

参见:anathematizo

希腊语

编辑

动词

编辑

αναθεματίζω (anathematízo) (过去简单式 αναθεμάτισα被动语态 αναθεματίζομαι)

  1. 诅咒
  2. (基督教) 绝罚

变位

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑