Ισραηλινός

希腊语

编辑

名词

编辑

Ισραηλινός (Israïlinósm (复数 Ισραηλινοί,阴性 Ισραηλινή)

  1. 以色列人(多指男性)

变格

编辑

相关词汇

编辑