Βολιβιανή

希腊语

编辑

名词

编辑

Βολιβιανή (Volivianíf (复数 Βολιβιανές,阴性 Βολιβιανός)

  1. 玻利维亚人(女性)

变格

编辑

相关词汇

编辑