希臘語

编辑

其他寫法

编辑

詞源

编辑

源自中古希臘語 χέριν (khérin),源自通用希臘語 χέριον (khérion)古希臘語 χείρ (kheír)的指小詞,源自原始希臘語 *kʰéhər,源自原始印歐語 *ǵʰésōr ()χειρ (cheir)同源對似詞

發音

编辑

名詞

编辑

χέρι (chérin (复数 χέρια)

  1. (解剖學) 手臂
    Της έκοψαν το ένα χέρι λόγω γάγγραινας.
    Tis ékopsan to éna chéri lógo gángrainas.
    因為生了壞疽,他們把她的一隻手臂切除了。
    Ψηλά τα χέρια! Ληστεία!
    Psilá ta chéria! Listeía!
    舉起來!搶劫!
  2. (解剖學特指)
    Πλύνε τα χέρια σου πριν φας.
    Plýne ta chéria sou prin fas.
    吃東西之前先洗
    Άσε το χέρι μου. Μου πονάς τα κόκαλα.
    Áse to chéri mou. Mou ponás ta kókala.
    放開我的。你把我的骨頭弄疼了。
  3. (比喻義) 把手
    Πιάσε το χέρι του μπαστουνιού καλά, παππού.
    Piáse to chéri tou bastounioú kalá, pappoú.
    爺爺,抓住拐杖的
  4. (比喻義) 塗層
    Θα περάσουμε τον τοίχο δύο χέρια χρώμα ακόμη.
    Tha perásoume ton toícho dýo chéria chróma akómi.
    我們要給這堵墻再刷上兩
  5. (足球比喻義) 手球
    Ο διαιτητής σφύριξε το χέρι.
    O diaititís sfýrixe to chéri.
    裁判吹哨示意手球

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑

派生詞

编辑

拓展閱讀

编辑