希臘語

编辑

名詞

编辑

φωνητική (fonitikíf (不可数)

  1. (語言學) 語音學

變格

编辑

相關詞彙

编辑
  • 參見:φωνή n (foní, 聲音)

形容詞

编辑

φωνητική (fonitikí)

  1. φωνητικός (fonitikós)主格賓格呼格單數陰性形式。

拓展閱讀

编辑