φυσικός
古希腊语
编辑词源
编辑源自φύσις (phúsis) + -ικός (-ikós)。
发音
编辑- (公元前5世紀,阿提卡) 國際音標(幫助):/pʰy.si.kós/
- (公元1世紀,通用) 國際音標(幫助):/pʰy.siˈkos/
- (公元4世紀,通用) 國際音標(幫助):/ɸy.siˈkos/
- (公元10世紀,拜占庭) 國際音標(幫助):/fy.siˈkos/
- (公元10世紀,君士坦丁堡) 國際音標(幫助):/fi.siˈkos/
形容词
编辑φῠσῐκός (phusikós) m (陰性 φῠσῐκή,中性 φῠσῐκόν); 第一類/第二類
屈折
编辑Module:Grc-decl/table第65行Lua错误:attempt to call upvalue 'get_label' (a nil value)
相关词汇
编辑- φυσική (phusikḗ)
派生語彙
编辑- → 阿拉伯語: فِيزِيقَا (fīzīqā)
- 希臘語: φυσικός (fysikós)
- → 亞美尼亞語: ֆիզիկոս (fizikos)
- → 拉丁語: physicus
- → 古典亞美尼亞語: փիւսիկեան (pʿiwsikean), փիւսկեան (pʿiwskean)
延伸阅读
编辑- “φυσικός”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- “φυσικός”, in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- G5446, Strong, James (1979) Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible
希腊语
编辑词源
编辑形容词
编辑φυσικός (fysikós) m (陰性 φυσική,中性 φυσικό)
- 自然的;正常的
- 近義詞: φυσιολογικός (fysiologikós)
- 反義詞: αφύσικος (afýsikos)
- 物理學的
变格
编辑 φυσικός 的變格
添加後綴的比較程度
比較級 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | φυσικότερος • | φυσικότερη • | φυσικότερο • | φυσικότεροι • | φυσικότερες • | φυσικότερα • |
屬格 | φυσικότερου • | φυσικότερης • | φυσικότερου • | φυσικότερων • | φυσικότερων • | φυσικότερων • |
賓格 | φυσικότερο • | φυσικότερη • | φυσικότερο • | φυσικότερους • | φυσικότερες • | φυσικότερα • |
呼格 | φυσικότερε • | φυσικότερη • | φυσικότερο • | φυσικότεροι • | φυσικότερες • | φυσικότερα • |
衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如“ο φυσικότερος”) | |||||
絕對最高級 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | φυσικότατος • | φυσικότατη • | φυσικότατο • | φυσικότατοι • | φυσικότατες • | φυσικότατα • |
屬格 | φυσικότατου • | φυσικότατης • | φυσικότατου • | φυσικότατων • | φυσικότατων • | φυσικότατων • |
賓格 | φυσικότατο • | φυσικότατη • | φυσικότατο • | φυσικότατους • | φυσικότατες • | φυσικότατα • |
呼格 | φυσικότατε • | φυσικότατη • | φυσικότατο • | φυσικότατοι • | φυσικότατες • | φυσικότατα • |
衍生词汇
编辑- φυσικά (fysiká, “自然”)
- φυσική αγωγή f (fysikí agogí, “體育”)
- φυσική f (fysikí, “物理學”)
- φυσικό πρόσωπο n (fysikó prósopo, “自然人”)
- φυσικοθεραπεία (fysikotherapeía, “物理療法”)
名词
编辑φυσικός (fysikós) m 或 f (复数 φυσικοί)