φλαουτίστας

希臘語

编辑

名詞

编辑

φλαουτίστας (flaoutístasm (复数 φλαουτίστες,阴性 φλαουτίστα φλαουτίστρια)

  1. 長笛演奏者

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑