參見:τούτοῦ

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 τοῦ (toû)

冠詞

编辑

του (toum  n 

  1. (定指) ο (o)屬格陽性單數
  2. (定指) ο (o)屬格中性單數

變格

编辑

代詞

编辑

του (tou) (弱屬格及所有格)

  1. (人稱代詞,間接賓語,陽性及中性)
    Του είπα την αλήθεια.
    Tou eípa tin alítheia.
    我告訴真相。
    Του έδωσε νερό.
    Tou édose neró.
    他給水喝。
  2. (所有格) 的,的,
    Το όνομά του είναι Μιχάλης.
    To ónomá tou eínai Michális.
    他的名字是米凱利斯。

變格

编辑

近義詞

编辑

派生詞彙

编辑