τηλεφωνήτρια

希臘語

编辑

名詞

编辑

τηλεφωνήτρια (tilefonítriaf (复数 τηλεφωνήτριες,阳性 τηλεφωνητής)

  1. 接線員

變格

编辑

相關詞彙

编辑