希臘語

编辑

詞源

编辑

源自中古希臘語 σπίτιν (spítin),源自通用希臘語 ὁσπίτιον (hospítion),源自拉丁語 hospitium (寄宿)。對比阿爾巴尼亞語 shtëpi。代替古希臘語 οἶκος (oîkos)

發音

编辑

名詞

编辑

σπίτι (spítin (复数 σπίτια)

  1. (也作狀語) 住處房屋
    Θα πάμε στο σπίτι του φίλου μου.
    Tha páme sto spíti tou fílou mou.
    我們要去我朋友家裡
    Πήγαινε σπίτι σου!
    Pígaine spíti sou!
  2. (引申) 家庭一家人
    Όλο το σπίτι μετακόμισε τον χειμώνα σε πιο ζεστά μέρη.
    Ólo to spíti metakómise ton cheimóna se pio zestá méri.
    冬天,全家都搬到了氣候更暖的地方。
  3. (委婉比喻義) 妓院

變格

编辑

派生詞

编辑

近義詞

编辑