參見:Σκύλλα

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 σκύλαξ (skúlax)

發音

编辑

名詞

编辑

σκύλα (skýlaf (复数 σκύλες,阳性 σκύλος,中性 σκυλί)

  1. 母狗
    Η σκύλα γέννησε κουτάβια.I skýla génnise koutávia.這隻母狗生了小狗。
  2. 〉〈婊子 對女性的貶稱
    Αυτή η σκύλα μου έχει καταστρέψει τη ζωή.Aftí i skýla mou échei katastrépsei ti zoḯ.這屄把我生活都毀了。

變格

编辑

派生詞

编辑

拓展閱讀

编辑