σελιδοδείκτης

希臘語

编辑

詞源

编辑

σελίδα (selída, ) +‎ δείκτης (deíktis, 標誌者/物)

名詞

编辑

σελιδοδείκτης (selidodeíktism (复数 σελιδοδείκτες)

  1. 書籤

變格

编辑