σαλοτραπεζαρία

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自σαλόνι (salóni, 休息室) +‎ τραπεζαρία (trapezaría, 飯廳)

名詞

编辑

σαλοτραπεζαρία (salotrapezaríaf (复数 σαλοτραπεζαρίες)

  1. 客廳

變格

编辑

相關詞彙

编辑