希臘語

编辑

發音

编辑

動詞

编辑

οικοδομώ (oikodomó) (過去簡單式 οικοδόμησα被動語態 οικοδομούμαι被動過去 οικοδομήθηκα被動完成分詞 οικοδομημένος)

  1. (及物) 建築建設

變位

编辑

相關詞彙

编辑