希臘語

编辑

詞源

编辑

源自μετρητός (metritós, 可測量的, 形容詞性名詞的中性複數形式)

名詞

编辑

μετρητά (metritán 

  1. 現金
    Πήρε την προίκα σε μετρητά.
    Píre tin proíka se metritá.
    她收下了現金作嫁妝。

變格

编辑

同類詞彙

编辑
  • 參見:χρήμα n (chríma, 資金,資本)

形容詞

编辑

μετρητά (metritá)

  1. μετρητός (metritós)主格賓格呼格複數中性形式。