希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 λαιμός (laimós, 喉嚨) + τομή (tomḗ, 切斷)

名詞

编辑

λαιμητόμος (laimitómosf (复数 λαιμητόμοι)

  1. 斷頭臺

變格

编辑

近義詞

编辑