希臘語

编辑

詞源

编辑

κουτάλι (koutáli, ) +‎ -άκι (-áki, 指小後綴)

名詞

编辑

κουταλάκι (koutalákin (复数 κουταλάκια)

  1. (統稱)
  2. (特指) 茶匙

變格

编辑

相關詞彙

编辑
  • κουταλάκι του γλυκού (koutaláki tou glykoú, 糖勺,茶匙)