希臘語

编辑

詞源

编辑

古典借詞,源自古希臘語 κοσμιότης (kosmiótēs),等價於 κόσμιος (kósmios, 體面的,得體的,恰當的) +‎ -ότητα (-ótita, 名詞化後綴)

名詞

编辑

κοσμιότητα (kosmiótitaf (复数 κοσμιότητες)

  1. 合宜得體適當妥當

變格

编辑

參考資料

编辑