καρδιακή προσβολή

希臘語

编辑

名詞

编辑

καρδιακή προσβολή (kardiakí prosvolíf (复数 καρδιακές προσβολές)

  1. (病理學) 心臟病

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑

延伸閱讀

编辑