希臘語

编辑

詞源

编辑

源自中古希臘語 κάβουρας (kábouras)*κάβουρος (*kábouros) < *κάβαρος (*kábaros),源自通用希臘語 κάβαρος (kábaros)

名詞

编辑

κάβουρας (kávourasm (复数 κάβουρες)

  1. καβούρι (kavoúri)的另一種寫法
  2. 管鉗

變格

编辑

拓展閱讀

编辑