古希臘語

编辑

發音

编辑
 

分詞

编辑

γρᾰφόμενος (graphómenosm (feminine γρᾰφομένη,neuter γρᾰφόμενον),(主動:γράφων (gráphōn)

  1. γρᾰ́φω (gráphō)現在時中動態分詞

屈折

编辑